χαβαρόνι

χαβαρόνι
το, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία τού κορακιού τού ευρασιατικού είδους Corvus frugilegus, συχνότερου εκπροσώπου τής οικογένειας corvidae, το οποίο έχει μήκος 45 εκατοστόμετρα και φτέρωμα μαύρο με ιριδίζουσες αποχρώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < χάβαρο + κατάλ. -όνι (πρβλ. αηδ-όνι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χαβαρόνι — το τρυπανοκόρακας, σταροκόρακας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”